τρίχροος

τρίχροος
τρίχροος
of three colours
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρίχροον — τρίχροος of three colours masc/fem acc sg τρίχροος of three colours neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίχρους — ουν, ΝΑ, και τρίχροος, οον, Α (λόγιος τ.) τρίχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χρους (< χρως, χρωτός «χρώμα» επιδερμίδα»), πρβλ. πολύ χρους] …   Dictionary of Greek

  • τριχροϊσμός — ο, Ν φυσ. φαινόμενο κατά το οποίο ένα σώμα παρουσιάζει τρεις διαφορετικές αποχρώσεις, ανάλογα με τον τρόπο που παρατηρείται. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichroism < τρίχροος / ους + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”